εξαιτώ — (AM ἐξαιτῶ, έω) μέσ. ἐξαιτοῡμαι ζητώ παρακλητικά να μού δοθεί κάτι («δὸς πᾱσιν ἡμῑν ὥσπερ ἐξαιτούμεθα», Σοφ.) αρχ. 1. ζητώ ή απαιτώ κάτι 2. ζητώ σε γάμο 3. αξιώνω την παράδοση κάποιου, κυρίως δούλου, για βασανισμό ή ανάκριση με βασανιστήρια… … Dictionary of Greek
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek
εξαίτημα — ἐξαίτημα, το (Μ) [εξαιτώ] αίτημα … Dictionary of Greek
εξαίτησις — ἐξαίτησις, η (Α) [εξαιτώ] 1. αίτηση παραδόσεως κάποιου για τιμωρία ή βασανιστήρια («τῆς μὲν ἐξαιτήσεως ἐπέσχον», Δημοσθ.) 2. μεσολάβηση, επέμβαση 3. αίτηση για ικανοποίηση 4. παράκληση … Dictionary of Greek
προεξαιτώ — έω, Α [ἐξαιτῶ] απαιτώ προηγουμένως κάτι … Dictionary of Greek
συνεξαιτώ — έω, Α ζητώ κάτι συγχρόνως ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαιτῶ «ζητώ παρακλητικά κάτι»] … Dictionary of Greek